πλανῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πλανώ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλανῶ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλανῶ, συνηρημένος τύπος του πλανάω και παράλληλος μεταγενέστερος τύπος πλανέω (> ρηματικοί τύποι -εῖς, -οῦμεν, -εῖτε)

πλανῶ

  1. περιφέρω εδώ κι εκεί (στη μέση φωνή: περιπλανιέμαι)
  2. βγάζω απ' το σωστό δρόμο (στη μέση φωνή: παραστρατώ)
  3. ξεγελάω, εξαπατάω, παραπλανώ (στη μέση φωνή: παραπλανούμαι, πέφτω σε πλάνη)
  4. ξελογιάζω (στη μέση φωνή: ξελογιάζομαι, μαγεύομαι)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Ρηματικοί τύποι

[επεξεργασία]

όπως σε κείμενα:

Μετοχές:



πλανῶ (μεσοπαθητικό συνηρημένο: πλανῶμαι)

  • πλανώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.