πλασαριστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλασαριστά < πλασαριστός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]πλασαριστά
- με πλασαριστό τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλασαριστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πλασαριστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πλασαριστός