πλαστουργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλαστουργός οι πλαστουργοί
      γενική του πλαστουργού των πλαστουργών
    αιτιατική τον πλαστουργό τους πλαστουργούς
     κλητική πλαστουργέ πλαστουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλαστουργός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλαστουργός[1] Συγχρονικά αναλύεται σε πλάστ(ης) + -ουργός.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλαστουργός αρσενικό

  1. αυτός που πλάθει, που δημιουργεί κάτι καινούριο
    ※  δεν είμαι 'γω σπορά της τύχης, ο πλαστουργός της νιας ζωής (Κώστας Βάρναλης)
  2. (χριστιανισμός) ο Τριαδικός Θεός που δημιούργησε την πλάση

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλαστουργός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πλαστουργός[2] Συγχρονικά αναλύεται σε πλάστ(ης) + -ουργός.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλαστουργός αρσενικό

  • δημιουργός, πλάστης
    ※  Θεέ μου παντοδύναμε καὶ πλαστουργὲ τ’ ἀνθρώπων (Ανωνύμου, Διήγησις ωραιότατη για το κακόν που γίνη, όντας ήψε η φωτιά επά στη Σαντορίνη (σχετικά με ηφαιστειακή έκρηξη του 1650). Στο: Eιρηναίος Aσώπιος, Αττικόν Ημερολόγιον του 1879, Aθήνα 1878, 130-72)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. πλαστουργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σελ.349 Τόμος 16ος - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία.  Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 



→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλαστουργός < πλάστ(ης) + -ουργός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλαστουργός αρσενικό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]
  • πλαϛουργός (σε παλιές εκδόσεις, με το στίγμα ϛ)

Συγγενικά

[επεξεργασία]