πλατάγισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /plaˈta.ʝi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐τά‐γι‐σμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλατάγισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πλαταγίζω, ο αμβλύς ήχος που παράγεται κυρίως από πλατιές επιφάνειες που συγκρούονται μεταξύ τους (σημαίες, πανιά, γλώσσα, χείλη κ.λπ.)
- ※ Έχασε την ισορροπία του κι έπεσε μ’ ένα πλατάγισμα ανάσκελα στο νερό. (Αλέξανδρος Σχινάς, Το πρόσωπο [διήγημα])
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλατάγισμα
|