πλατάγισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλατάγισμα τα πλαταγίσματα
      γενική του πλαταγίσματος των πλαταγισμάτων
    αιτιατική το πλατάγισμα τα πλαταγίσματα
     κλητική πλατάγισμα πλαταγίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλατάγισμα < πλαταγίζω + -μα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /plaˈta.ʝi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλα‐τά‐γι‐σμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πλατάγισμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]