πλεονεκτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλεονεκτικά < πλεονεκτικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]πλεονεκτικά
- σε πλεονεκτική θέση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλεονεκτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πλεονεκτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πλεονεκτικός