πλεονεκτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλεονεκτώ < αρχαία ελληνική πλεονεκτῶ

πλεονεκτώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]