πλεύμων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]πλεύμων < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλεύμων αρσενικό (και πνεύμων)
πλεύμων < → λείπει η ετυμολογία
πλεύμων αρσενικό (και πνεύμων)