πληγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πληγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλήττω
Μετοχή
[επεξεργασία]πληγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πλήττω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πληγμένος
|