πληκτρολογητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πληκτρολογητής < πληκτρολογώ + -τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πληκτρολογητής αρσενικό
- (επάγγελμα, σπάνιο) κάποιος που (επαγγελματικά) πληκτρολογεί κείμενα σε υπολογιστή, γραφομηχανή κ.λπ.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πληκτρολογητής
|