πληρεξουσιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πληρεξουσιότητα < (καθαρεύουσα) πληρεξουσιότης < πληρεξούσιος + -ότης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πληρεξουσιότητα θηλυκό
- (νομικός όρος) το δικαίωμα που έχει κάποιος πληρεξούσιος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- πληρεξουσία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πληρεξουσιότητα