πληροί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πληροί < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πληροῖ (με συναίρεση -όει στην κατάληξη· ρήμα πληρῶ -όω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pliˈɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλη‐ροί
- τονικό παρώνυμο: πλήρη
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]πληροί