πληροφορήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]πληροφορήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του πληροφόρηση
- εναλλακτικά: πληροφόρησης
πληροφορήσεως θηλυκό