πληροφορημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πληροφορημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πληροφορώ
Μετοχή
[επεξεργασία]πληροφορημένος, -η, -ο
- ενημερωμένος για κάτι συγκεκριμένο, όταν κάποιος έχει πληροφορηθεί κάτι
- Δεν είσαι καλά πληροφορημένος φίλε μου, για άνοιξε τα μάτια σου!
- Είναι καλά πληροφορημένος και δεν έχει χάσει ποτέ από μετοχές
- → δείτε τη λέξη πληροφορώ