πλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πλιό < αρχαία ελληνική πλέον
Επίρρημα
[επεξεργασία]πλιο
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του πιο
- άλλες μορφές: μπλιο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλιο
→ δείτε τη λέξη πιο |
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)