πλυντήριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πλυντήριον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του πλυντήριος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πλυντήριος
- → δείτε τη λέξη Πλυντήρια (πληθυντικός, για την ονομασία γιορτής)
- νέα ελληνική: το πλυντήριο (ουσιαστικοποιημένο)