πλυσταριό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλυσταριό τα πλυσταριά
      γενική του πλυσταριού των πλυσταριών
    αιτιατική το πλυσταριό τα πλυσταριά
     κλητική πλυσταριό πλυσταριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλυσταριό < πλύστρ(α) + -αριό με ανομοιωτική αποβολή του [ɾ] από το πλυστρ-[1] < πλύση < πλύνω (πλένω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pli.staɾˈʝo/ & /pli.staɾˈi̯o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλυ‐στα‐ριό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλυσταριό ουδέτερο

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]