πνευματοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πνευματοκρατία θηλυκό
- φιλοσοφικό δόγμα που υποστηρίζει πως μοναδική ουσία των όντων είναι το πνεύμα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πνευματοκρατία