πνευμονογράφημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πνευμονογράφημα ουδέτερο
- (ιατρική) γράφημα που απεικονίζει τη διακύμανση της αναπνοής
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις πνευμονογράφος, πνεύμονας, γράφημα και γράφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πνευμονογράφημα
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)