πνευμονοθώρακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πνευμονοθώρακας → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πνευμονοθώρακας αρσενικό
- (ιατρική) άλλη μορφή του πνευμοθώρακας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πνευμονοθώρακας
|
Πηγές
[επεξεργασία]- πνευμονοθώρακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας