πνευμονορραγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πνευμονορραγία < πνεύμον(ας) + -ο- + -ρραγία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πνευμονορραγία θηλυκό
- απώλεια αίματος (αιμορραγία) από τους πνεύμονες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πνευμονορραγία
|