πνιγούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πνιγούρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) η πνιγηρότητα που αισθάνεται κάποιος, εξαιτίας ζέστης ή άλλων παραγόντων
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πνιγούρα
|