πνιχτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πνιχτικός < ελληνιστική κοινή πνικτικός < πνικτός < αρχαία ελληνική πνίγω
Επίθετο
[επεξεργασία]πνιχτικός
- άλλη μορφή του πνικτικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πνιχτικός
|