ποάνθρακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ποάνθρακας < ποάνθραξ < πόα + άνθραξ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποάνθρακας αρσενικό
- η τύρφη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποάνθρακας
→ δείτε τη λέξη τύρφη |