ποδαρόδρομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ποδαρόδρομος αρσενικό
- η διάσχιση μιας απόστασης με τα πόδια
- ※ Κι εκείνη, για να τους ευχαριστήσει, θα ανέβαινε αργότερα στο μοναστήρι, ίσα να προλάβει το τέλος της λειτουργίας, κι ας ήταν μια ώρα ποδαρόδρομος ως την κορυφή, κι ας μισούσε όλα αυτά τα θρησκευτικά που της έδιναν στα νεύρα (Τατιάνα Αβέρωφ, Έγκλημα στον Παράδεισο, 2017)