ποδοκροτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποδοκροτώ < λείπει η ετυμολογία

ποδοκροτώ

  1. χτυπώ τα πόδια μου στο έδαφος
  2. (μεταφορικά) κάνω κρότο με τα πόδια για να εκφράσω αποδοκιμασία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]