ποδοκροτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποδοκροτώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ποδοκροτώ
- χτυπώ τα πόδια μου στο έδαφος
- (μεταφορικά) κάνω κρότο με τα πόδια για να εκφράσω αποδοκιμασία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποδοκροτώ
|