ποιμάντωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποιμάντωρ οἱ ποιμάντορες
      γενική τοῦ ποιμάντορος τῶν ποιμαντόρων
      δοτική τῷ ποιμάντορι τοῖς ποιμάντορσι(ν)
    αιτιατική τὸν ποιμάντορα τοὺς ποιμάντορας
     κλητική ! ...?...ορ ποιμάντορες
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δε γνωρίζουμε πώς θα τονιζόταν η κλητική ενικού.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «-» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποιμάντωρ < αρχαία ελληνική ποιμαντήρ) + -τωρ < ποιμαν- (ποιμαίνω)< ποιμήν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ποιμάντωρ, -ορος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]