πολέμιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολέμιος οι πολέμιοι
      γενική του πολέμιου
πολεμίου
των πολέμιων
πολεμίων
    αιτιατική τον πολέμιο τους πολέμιους
πολεμίους
     κλητική πολέμιε πολέμιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολέμιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολέμιος[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /poˈle.mi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λέ‐μι‐ος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολέμιος αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]