πολεμέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | πολεμέω, πολεμῶ | πολεμοῦμαι |
Παρατατικός | ἐπολέμουν | ἐπολεμούμην |
Μέλλοντας | πολεμήσω | πολεμήσομαι & πολεμηθήσομαι |
Αόριστος | ἐπολέμησα | ἐπολεμησάμην & ἐπολεμήθην |
Παρακείμενος | πεπολέμηκα | πεπολέμημαι |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]πολεμέω / πολεμῶ
- πολεμάω /πολεμώ, ξεκινάω πόλεμο, μάχομαι, διαπληκτίζομαι, επιτίθεμαι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη πόλεμος
Πηγές
[επεξεργασία]- πολεμέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολεμέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.