πολεμέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πολεμάω
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  πολεμέω, πολεμῶ   πολεμοῦμαι 
Παρατατικός  ἐπολέμουν   ἐπολεμούμην 
Μέλλοντας  πολεμήσω   πολεμήσομαι & πολεμηθήσομαι 
Αόριστος  ἐπολέμησα   ἐπολεμησάμην & ἐπολεμήθην 
Παρακείμενος  πεπολέμηκα   πεπολέμημαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολεμέω < πόλεμ(ος) + -έω

πολεμέω / πολεμῶ

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη πόλεμος