πολιτικοστρατιωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολιτικοστρατιωτικός < πολιτικ(ός) + -ο- + στρατιωτικός
Επίθετο
[επεξεργασία]πολιτικοστρατιωτικός, -ή, -ό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολιτικοστρατιωτικός
|