πολλαπλάσια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολλαπλάσια < πολλαπλάσιος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πολλαπλάσια

  • πολλές φορές περισσότερο
    ωφελήθηκε πολλαπλάσια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πολλαπλάσια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πολλαπλάσιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πολλαπλάσιος