πολυάνδριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πολυάνδριο | τα | πολυάνδρια |
γενική | του | πολυάνδριου & πολυανδρίου |
των | πολυάνδριων & πολυανδρίων |
αιτιατική | το | πολυάνδριο | τα | πολυάνδρια |
κλητική | πολυάνδριο | πολυάνδρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυάνδριο < ελληνιστική κοινή πολυάνδριον, ουδέτερο του πολυάνδριος < αρχαία ελληνική πολύς + ἀνήρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυάνδριο ουδέτερο
- (αρχαιολογία) ομαδική ταφή πολλών ανδρών
- Προ ετών βρέθηκε στην ίδια περιοχή, σε οικόπεδο της οδού Σαλαμίνος, μια ομαδική ταφή πεσόντων πολεμιστών, ένα πολυάνδριο, που ταυτίστηκε με το Δημόσιο Σήμα, που ήταν ένα παρόδιο νεκροταφείο. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυάνδριο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)