πολυαίωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]/?/
Ετυμολογία el
[επεξεργασία]πολυαίωνος (el), -η, -ο < πολυ- + αρχαία ελληνική αἰών + -ος, -η, -ο
Επίθετο
[επεξεργασία]πολυαίωνος (el), -η, -ο αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- πολλών εκατονταετηρίδων, απίστευτα διαρκέστερος απ'τον πολύχρονο