πολυανθρακικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυανθρακικό τα πολυανθρακικά
      γενική του πολυανθρακικού των πολυανθρακικών
    αιτιατική το πολυανθρακικό τα πολυανθρακικά
     κλητική πολυανθρακικό πολυανθρακικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολυανθρακικό < πολυ- + άνθρακας + -ικό ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική polycarbonate)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολυανθρακικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]