πολυαρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυαρχία < αρχαία ελληνική πολυαρχία < πολύς +αρχή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυαρχία θηλυκό
- η άσκηση αρχής (εξουσίας) από πολλούς συγχρόνως
- (αρνητικά) η διάσπαση ή πολυδιάσπαση μιας συμπαγούς και ενιαίας εξουσίας, με αρνητικά επακόλουθα την αναποφασιστικότητα ή και την αδυναμία αποτελεσματικής ή/και ταχείας δράσης
- (φιλοσοφία) η άποψη ότι ο κόσμος διέπεται από πολλές αρχές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυαρχία
|