πολυγαμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πολυγαμικός, -ή, -ό
- (κοινωνιολογία) που επιτρέπει το γάμο με πολλές συζύγους
- (βιολογία), (ζωολογία) η ερωτική συνεύρεση με πολλά άτομα (όχι απαραιτήτως σταθερούς συντρόφους)
- (για άτομο) που συνηθίζει να διατηρεί παράλληλα σεξουαλικές σχέσεις με πολλά άτομα