πολυγράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πολύγραφος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πολυγράφος οι πολυγράφοι
      γενική του/της πολυγράφου των πολυγράφων
    αιτιατική τον/την πολυγράφο τους/τις πολυγράφους
     κλητική πολυγράφε πολυγράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολυγράφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολυγράφος. Συγχρονικά αναλύεται σε πολυ- + -γράφος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /po.liˈɣɾa.fos/
τονικό παρώνυμο: πολύγραφος
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐γρά‐φος

Επίθετο

[επεξεργασία]

πολυγράφος αρσενικό ή θηλυκό, συγκριτικός: πολυγραφότερος, υπερθετικός:  πολυγραφότατος

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • συνήθως στον υπερθετικό βαθμό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]