πολυγυνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυγυνία < πολύς + γυνή {πρβλ αρχαία ελληνική πολυγύνης / πολυγύναιος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυγυνία θηλυκό
- (κοινωνιολογία): ερωτική σχέση άνδρα και ειδικότερα σε ταυτόχρονη κοινωνία γάμου, με περισσότερες από μία γυναίκες
- (ζωολογία): ζευγάρωμα αρσενικού ζώου με περισσότερα από ένα θηλυκούς συντρόφους κάθε φορά
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυγυνία
|