πολυκαιρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολυκαιρίζω < λείπει η ετυμολογία

πολυκαιρίζω

  1. διαρκώ πολύ
  2. παλιώνω


Συγγενικά

[επεξεργασία]


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]