πολυλογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολυλογώ < λείπει η ετυμολογία

πολυλογώ

  • μιλώ άσκοπα για πολλά και διάφορα θέματα


Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]