πολυμερισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυμερισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυμερισμός αρσενικό
- (χημεία) η χημική διαδικασία δημιουργίας μεγάλων μορίων που αποτελούνται από μία επαναλαμβανόμενη δομική μορφή, τμήμα του μονομερούς από το οποίο προέρχονται
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυμερισμός