πολυπώλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυπώλιο τα πολυπώλια
      γενική του πολυπωλίου
πολυπώλιου
των πολυπωλίων
    αιτιατική το πολυπώλιο τα πολυπώλια
     κλητική πολυπώλιο πολυπώλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολυπώλιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πολυπώλι(ον) + -ο. Μορφολογικά αναλύεται σε πολυ- + -πώλιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολυπώλιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]