πολυσυλλάβως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυσυλλάβως < πολυσύλλαβος
Επίρρημα
[επεξεργασία]πολυσυλλάβως
- χρησιμοποιώντας πολλές συλλαβές
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυσυλλάβως
|