πολυτριχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυτριχία < πολυ- + τρίχα + -ία (πβ. αρχαία ελληνική πολυτρίχιον, πολύτριχος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυτριχία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πολύτριχος
- → δείτε τις λέξεις πολύς και τρίχα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυτριχία
|