πολυχρονεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυχρονεμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
[επεξεργασία]πολυχρονεμένος, -η, -ο
- που έχει ζήσει πολλά χρόνια
- στον οποίο εύχομαι να ζήσει πολλά χρόνια
- (προσφώνηση) ως προσφώνηση, η λέξη έχει συνδυαστεί κυρίως με Οθωμανούς αξιωματούχους
- Πολυχρονεμένε μας πασά!
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυχρονεμένος
|