πολύεδρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολύεδρο τα πολύεδρα
      γενική του πολύεδρου των πολύεδρων
    αιτιατική το πολύεδρο τα πολύεδρα
     κλητική πολύεδρο πολύεδρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολύεδρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολύεδρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολύεδρο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πολύεδρο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του πολύεδρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολύεδρος