πολύπτυχο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολύπτυχο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολύπτυχος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολύπτυχο ουδέτερο
- έντυπο που είναι διπλωμένο και κάθε πτυχή είναι ξεχωριστή σελίδα του εντύπου
- ειδικό ταξιδιωτικό έγγραφο που συνοδεύει οχήματα σε ταξίδια στο εξωτερικό
- (χριστιανισμός, τέχνη, ζωγραφική) (στη βυζαντινή αγιογραφία) περισσότερες από τρεις ξύλινες πινακίδες που συνδέονται μεταξύ τους και πάνω τους απεικονίζονται ο Χριστός, η Παναγία, διάφοροι άγιοι, κ.α.
- (μεταφορικά) (για θέμα, πρόβλημα) που έχει πολλές πτυχές, όψεις
- (ιστορία) (στον πληθυντικό) (στην παλαιογραφία) τέσσερεις έως δέκα ενωμένες μεταξύ τους πινακίδες που αποτελούσαν ενιαίο κώδικα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολύπτυχο
|
Πηγές
[επεξεργασία]- πολύπτυχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πολύπτυχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πολύπτυχος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Τέχνες (νέα ελληνικά)
- Ζωγραφική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)