πονοκεφαλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πονοκεφαλώ < πονοκέφαλ(ος + -ώ
Ρήμα[επεξεργασία]
πονοκεφαλώ/πονοκεφαλάω (χωρίς παθητική φωνή)
- (δημοτική) άλλη μορφή του πονοκεφαλιάζω
Παράγωγα[επεξεργασία]
- πονοκεφαλώντας (μετοχή)
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πονοκεφαλώ
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .