ποντικότρυπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποντικότρυπα < ποντικ(ός) + -ό- + τρύπα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποντικότρυπα θηλυκό
- τρύπα που αποτελεί την είσοδο ποντικοφωλιάς
- (κατ’ επέκταση) η ποντικοφωλιά, η φωλιά του ποντικιού
- (μεταφορικά, μειωτικό) μικρός σε μέγεθος και στενός χώρος (δωμάτιο, διαμέρισμα κ.λπ.)
- ↪ το σπίτι του είναι ποντικότρυπα