πορθμίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πορθμίδα οι πορθμίδες
      γενική της πορθμίδας των πορθμίδων
    αιτιατική την πορθμίδα τις πορθμίδες
     κλητική πορθμίδα πορθμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πορθμίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πορθμίς από την αιτιατική «τὴν πορθμίδα»

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πορθμίδα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

πορθμίδα θηλυκό