πορτίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πορτίτσα οι πορτίτσες
      γενική της πορτίτσας
    αιτιατική την πορτίτσα τις πορτίτσες
     κλητική πορτίτσα πορτίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πορτίτσα < πόρτα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πορτίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]